- περιτυγχάνω
- ΜΑσυναντώ τυχαία κάποιον, τυχαίνει να συναντήσω κάποιον (α. «άνδρα περιτυχόντες ἅγιον», Μηναίβ. «τῷ Ἱππάρχῳ περιτυχόντες παρὰ τὸ Λεωκόρειον... ἀπέκτειναν», Θουκ.)αρχ.1. (για γεγονός) επέρχομαι, συμβαίνω («μή τις συμφορὰ αὐτοῑς περιτύχη», Θουκ.)2. φρ. α) «περιτυγχάνω ἰατρικῆ» — πετυχαίνω με τη μέθοδο θεραπείας που εφαρμόζωβ) «περιτυγχάνω ἀτυχήματι» — πέφτω σε ατυχία, μού συμβαίνει ατύχημα.
Dictionary of Greek. 2013.